- εξκουσεύω
- ἐξκουσεύω (Μ)1. απαλλάσσω2. ζητώ απαλλαγή3. είμαι υπεύθυνος για την απαλλαγή κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. excuso «απολογούμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξκουσεία — ἐξκουσεία, η (Μ) [εξκουσεύω] 1. συγχώρεση, συγγνώμη 2. ρήτρα απαλλαγής … Dictionary of Greek